- τρυπανικός
- τρῡπαν-ικός, ή, όν,A of trepanning,
τέχνη Pall.
in Hp.Fract.12.275 C.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τέχνη Pall.
in Hp.Fract.12.275 C.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρυπανικός — ή, όν, Α [τρύπανον] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ενέργεια τού τρυπάνου, ο διατρητικός … Dictionary of Greek
τρυπανική — τρυπανικός of trepanning fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)